- εκφαιδρυνω
- ἐκφαιδρύνωἐκ-φαιδρύνωсчищать, слизывать
(σταγόνα γλώσσῃ χροός Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σταγόνα γλώσσῃ χροός Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκφαιδρύνω — ἐκφαιδρύνω (Α) καθαρίζω εντελώς, σφουγγίζω καλά («σταγόνας δ ἐκ παρηίδων γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροός», Ευριπ.) … Dictionary of Greek
ἐκφαιδρῦναι — ἐκφαιδρύνω make quite bright aor inf act ἐκφαιδρύνω make quite bright aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεφαίδρυνον — ἐξεφαίδρῡνον , ἐκφαιδρύνω make quite bright imperf ind act 3rd pl ἐξεφαίδρῡνον , ἐκφαιδρύνω make quite bright imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)